- ἀγακτιμένη
- ἀγα-κτῐμένη, poet. fem.A = εὐκτιμένη, well-built or placed,
πόλις Pi.P.5.81
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πόλις Pi.P.5.81
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγακτιμένη — ἀγακτιμένη, η (Α) η πόλη που έχει χτιστεί καλά ή σε καλή τοποθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγα + κτίμενος (πρβλ. ἐϋκτίμενος), μτχ. κάποιου αθέματου ρήματος *κτίμαι (πρβλ. αρχ. ινδ. αθέμ. ρ. kseti, ksivanti «κατοικεί, κατοικούν» και μυκην. ki ti je si =… … Dictionary of Greek